|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τουμπάνιασμα? — — λύσσα — δώδεκα — φιογκάκι — ποτέ — εγκυμονώ — μελισσόχορτο — αγιογραφώ — διάσκελα — ήλωση — ασυσσώρευτος — χωνί — αλλαξοκαιριά — εμβαδικός — δρόσος — κοινότοπος — αποχρωματίζομαι — κωμικοτραγικός — θαυμαστά — ασούβλιστα — ρίγα — παραπλανάω |
|||