Новогреческий словарь
ακτινολογικός
ακτινολογικός
рентгеновский; рентгенологический
;
~ό εργαστήριο — рентгеновский кабинет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рентгеновский
? —
ακτινολογικός
как на
(ново)греческом
будет слово
рентгенологический
? —
ακτινολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακτινολογικός
? — рентгеновский, рентгенологический
#
(ново)греческий словарь
—
χωροδικτύωμα
—
κλώσμα
—
τσιμπώ
—
γίγάντισσα
—
κεφαλαιοκρατισμός
—
δεκαστής
—
νησίδιον
—
τσάμπα
—
αεροβατώ
—
αγναντιάζω
—
αυταρχικότητα
—
γεωθερμία
—
καραγκούνης
—
συμβολαιογραφικά
—
ενδύω
—
αναθλίβω
—
αστένωτος
—
στορεστής
—
υδροκινητήρας
—
γειτονιά
—
δημαρχείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве