|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπώνυμο? — — οβελιστήριο — γνεύσιος — τρίστηλος — εκστατικός — θαλαμάρχης — ελεγκτικός — εξουσιαστικός — μιστωτός — λικβινταριστής — καθεκλοποιείο — καρικατούρα — χώση — εξοίδημα — καλλυντικά — φρικιαστικός — δείνα — σκαλοκέφαλο — φράξια — απόβαθα — πειρακτικός — αφτιάς |
|||