|
το (чаще мн.ч. ) анат. бронхиоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронхиоль? — βρόγχίον как с (ново)греческого переводится слово βρόγχίον? — бронхиоль — ξεπασσάλωμα — αξυλοκόπητος — καταυλισμός — καρτέλλα — αλεηλάτιστος — τονίζω — αξόνι — αδιακήρυχτος — αγκαλιαστά — ανυπόφερτος — λιονοτρεμούλα — μυρουδιά — πεζή — γαλακτερά — ανασπαράσσω — αφιλόπονος — οριακά — βακαλάος — χαρτοπαίκτις — εγχελυοτροφείον — τομή |
|||