Новогреческий словарь
αλίευσις
αλίευσις
(-εως) η
ловля рыбы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ловля рыбы
? —
αλίευσις
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλίευσις
? — ловля рыбы
#
(ново)греческий словарь
—
προπέτεια
—
διαταράττω
—
μαστεκτομή
—
βιασμένος
—
λίχνευμα
—
θερμομέτρημα
—
ιερός
—
ταλαντευόμενος
—
γέρσιμο
—
τακούνι
—
νομικώς
—
θαυμαστής
—
ψηφοδέλτιο
—
αρτυμα
—
ενοικίζω
—
αψιθάτο
—
καύσιμος
—
ιχθυοπώλις
—
παγκοσμίως
—
υπεισέρχομαι
—
ντροπαλότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве