|
η аскетизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аскетизм? — ασκητεία как с (ново)греческого переводится слово ασκητεία? — аскетизм — νερόφειδο — γλαφυρά — γνέθω — ακράσωτος — μπαούλο — ξηλωμένος — επτακοσιοστός — οργανικισμός — έγκλητος — κηρύκειο — σιδηρίτης — πιανίστρια — μερομίσθι — ακολουθητά — σπουδάζω — απομώρια — αντικαταστατός — μετεγγραφή — μαιευτικός — υπογάστριος — αερόβιος |
|||