|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υδροφοβικός? — — ορειβασία — κεφάλας — μουσκεμένος — αναβιβαστήρας — προϋπολογίζω — τρύγημα — συνεννόηση — καστανιέτα — οδοντογλύφανο — ουγγρικός — ύμνηση — μούρλια — κελαϊδίστρα — ποδάρι — βλέννα — επικαρπωτής — ώ — χοληστερίνη — νωρίτερα — αποσιωπητικά — γαγγραίνιασμα |
|||