|
ο ионизация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ионизация? — ιονισμός как с (ново)греческого переводится слово ιονισμός? — ионизация — μυλόπετρα — οξαλικός — παλαιοκομματικός — ψήνω — πουρνάρι — αποπλάνηση — πολύκαρπος — φουρκισμένος — προσφυγόπουλο — Κυρά — απύρωτος — ορισμένος — τσάπουρνο — κύλισμα — περιπλέον — ανθρώπινα — στενά — πνευμονολογικός — αχτή — λήγω — αυτοδιάψευση |
|||