|
ретроспективно, оглядываясь назад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ретроспективно? — αναδρομικά как на (ново)греческом будет слово оглядываясь назад? — αναδρομικά как с (ново)греческого переводится слово αναδρομικά? — ретроспективно, оглядываясь назад — πλαγιάδα — ανθοβολιά — μπορώ — οδοντιατρείο — πεντάγλωσσος — ετερογένεσις — κουρσεύω — αστραπόβολος — οικειοποίηση — φρενολογικός — εμπροθέσμως — χλώριο — αυτοθιγενής — ροπαλιά — ενώνομαι — φυσιοκρατία — οβελίζω — διμορφίσμος — αλληθωρίζω — μέση — ελάφίδες |
|||