|
το продукт перегонки, дистиллят; ~ οίνου — коньяк; ~ ρόδων — розовая эссенция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продукт перегонки? — απόσταγμα как на (ново)греческом будет слово дистиллят? — απόσταγμα как с (ново)греческого переводится слово απόσταγμα? — продукт перегонки, дистиллят — διβουλία — διακυλίω — άθαπτος — Δευτέρα — στωϊκότητα — άνυδρος — αποδυναμωτικός — όχημα — στέγαστρο — βεργίτσα — λαθρακούω — Λιθουανός — ξηραντήριο — δίαρχία — καλαμπούρι — προδίδω — σώσιμο — λικβινταριστής — ηλεκτραρνητικότητα — καταποτήρας — τσατίλας |
|||