|
το маникюр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маникюр? — μανικιούρ как с (ново)греческого переводится слово μανικιούρ? — маникюр — φλέγω — τυπικός — συγχώρηση — εφαρμοστήριο — ρουφώ — ορυκτογεωλογία — συσταχώνω — πατσιά — πυριφλεγής — ξάγι — μικρούτσικος — μεταπουλητής — ιδιόκλιτος — όντας — διοχετεύσνμος — έκτη — άθλημα — καρτερικότητα — μετανιώνω — βικίο — πάπλωμα |
|||