Новогреческий словарь
στραγγαλιστής
στραγγαλιστ|ής
ο
душитель
(свободы и т. п.);
зажимщик
(критики) (разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
душитель
? —
στραγγαλιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
зажимщик
? —
στραγγαλιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
στραγγαλιστής
? — душитель, зажимщик
#
(ново)греческий словарь
—
κεντρί
—
γεροηλιάκας
—
γυρεύτρα
—
ασύγκριτα
—
ακατακύρωτος
—
φυγοδικούμενος
—
προαγωγεία
—
κατατάσσομαι
—
μπλαζές
—
ζαχαροποιία
—
γλωσσοκοπώ
—
χρηματιστηριακός
—
ανελκύω
—
κοχλιοειδής
—
χωροσταθμώ
—
ανταγωνίστρια
—
χερόμυλος
—
ουροσκοπία
—
ρακοπότηρο
—
μικροβιομήχανος
—
δεικτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве