|
преувеличивать, раздувать; === ο φόβος ~εί τόν κίνδυνο — [phrase]у страха глаза велики[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преувеличивать? — μεγαλοποιώ как на (ново)греческом будет слово раздувать? — μεγαλοποιώ как с (ново)греческого переводится слово μεγαλοποιώ? — преувеличивать, раздувать — αναθεωρητής — φτώχια — αθαματούργητος — κόλλυβα — αποφθεγματικός — αναπέμπω — αχαλύβωτος — αυτοκριτικά — αλαφρόπιστος — ελεφαντίνη — ανώι — πολυλογία — παραδοξολογία — τράκο — άργεμος — πεντακοσιόδραχμο — πλαισίωση — μπουφεδάκι — αλληλοσπαράζομαι — γροθοκοπούμαι — δεκατριάκις |
|||