Новогреческий словарь
ξυλοτόμος
ξυλοτόμ|ος
ο
лесоруб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лесоруб
? —
ξυλοτόμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξυλοτόμος
? — лесоруб
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλοδανείζομαι
—
αδάγκαστος
—
αμελέτητα
—
πολιτικάντης
—
πλείστος
—
αδικοθανατίζω
—
αυτεπάγγελτος
—
δίλοφος
—
μύξης
—
παροχικός
—
τοιχωρυχώ
—
μουστέλα
—
εξεικονίζομαι
—
χύτρα
—
κασσιτερώνω
—
ομαδικότητα
—
περιοστίτιδα
—
θάψιμο
—
επιγραφίδα
—
αυτοσαρκαστικός
—
διπλασιασμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве