|
η вяжущее свойство (лекарства) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вяжущее свойство? — στυφτικότητα как с (ново)греческого переводится слово στυφτικότητα? — вяжущее свойство — δωρώ — ταραμοσαλάτα — ελεφαντόδους — ασαλπάριστος — γλοίνα — μορόζα — διάσκεψη — μισάζω — επιπροσθώ — κλεψιμαίκος — πλεύρισμα — θηρευτής — γευστικότης — υδρογνώμων — κότσι — τανύω — τσατσάρα — φορολογητέος — κουμαντάρω — πυριτιδαποθήκη — ιπποδρομία |
|||