|
ο, η спелеолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спелеолог? — σπηλαιολόγος как с (ново)греческого переводится слово σπηλαιολόγος? — спелеолог — ρουκετοπόλεμος — ζωϊκός — τρισεύγενης — φάγουσα — ελαφρόποδός — ζωολάτρις — πτερωτός — μετακόσμιος — φλερτάρω — Χριστούγεννα — φθογγικός — ηλιοφάνεια — καλοκάρδισμα — Μαγιάπριλο — ρόϊδι — γραφογνωστική — προσκυρώνω — ερώτηση — αντικοινοβουλευτικός — ακριμάτιστος — χού |
|||