|
противовоспалительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противовоспалительный? — αντιφλογιστικός как с (ново)греческого переводится слово αντιφλογιστικός? — противовоспалительный — καλορίζικος — ανάριωμα — μηλόξιδο — εβραίικος — αναδωμός — κουτσονούρα — περάτης — κατσικοπόδαρος — ζενίθ — απροσωποληψία — συμβιώνω — κτένι — δέτης — αεροθλίπτης — ξεβάφω — χρεωστάσιο — επιτειχίζω — αδιάπρακτος — παρέβην — ετερόχρους — ξεχασμένος |
|||