|
παθ. αόρ. от προσφέρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσηνέχθην? — — φωτογραφείο — πολύχρωμος — αρχαιοπωλείο — αλμυρούτσικος — γλοιά — ξεπλένω — απόβραδο — κρεατί — σαραβαλιάζω — διεκπεραιωτής — ανώμοτος — στελέχωση — αμοιβάδωση — ανοικτίρμων — ανεπαχθώς — δάπτω — ανελικτικός — διέδυν — ξεκουμπίδια — γανώνω — μονόκαννος |
|||