|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγοραίο? — — μακροκατάληκτος — αρρόγιαστος — μασονισμός — ροχατλήκι — αυτοδικαζόμενος — επίρροια — εμπορομηχανικός — εύκαρπος — αντισυνταγματικώς — στειμμένος — σκυλόμουτρο — κυρούλα — θωρηκτός — γκριζοπράσινος — υπερκρέμαμαι — σφουγγαρόπανο — βάμμα — μετριόφρονας — ακομψία — συμβουλεύω — ξέρασμα |
|||