|
(-ακος) ο архит. розетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово розетка? — ρόδαξ как с (ново)греческого переводится слово ρόδαξ? — розетка — απρόσληπτος — ράντζο — πνευματοθώραξ — ελαφρόνοια — ακλόνηστος — διευκολύνω — δειλινό — ανδρομανής — κυριολεκτικός — σφυγμομετρώ — αδίωκτος — ξενοκρατούμενος — ζαλίκα — πρίζα — λιποθυμισμένος — βοϊδόπετσα — εναπόκειται — αναστημόμετρο — εισείλκυσα — χαλυβουργείο — αυτοπαρουσιάζομαι |
|||