Новогреческий словарь
ρόδαξ
ρόδαξ
(-ακος) ο архит.
розетка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
розетка
? —
ρόδαξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρόδαξ
? — розетка
#
(ново)греческий словарь
—
γίγάντισσα
—
πανικός
—
προπέτασμα
—
μέτοικος
—
αυταρχικά
—
ώσις
—
πανώγραμμα
—
αιμορραγώ
—
ιμπρεσσιονιστικός
—
παμβαλκανικός
—
ζεύγω
—
τοσούλης
—
τρελαμένος
—
κατάμουτρα
—
στρόβιλος
—
λοιπόν
—
ηλιολάτρισσα
—
σωσίας
—
πολυποσία
—
λαξ
—
βυθοκόρηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве