|
το мед. рожистое воспаление, рожа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рожистое воспаление? — ανεμοπύρωμα как на (ново)греческом будет слово рожа? — ανεμοπύρωμα как с (ново)греческого переводится слово ανεμοπύρωμα? — рожистое воспаление, рожа — αταρίχευτος — ορθοπόδισμα — πτυελινη — κουλός — υπακτικός — μεσοκαιρίτης — ποιούμαι — διαστραμμένος — τακτός — ανθώ — ζάρα — επιστημονικός — χαλβαδοποιία — διαμετακομιστικός — υπέρκειμαι — βουδιά — ιστοριογραφικός — καταματωμένος — αχτιδοβολώ — βολβικός — μωραίνομαι |
|||