|
το семёрка (тж. карта); μού κόστισε αυτό ενα ~ — [phrase]мне это стоило семь тысяч драхм[/phrase]; ~ πίκα — семёрка пик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семёрка? — εφτάρι как с (ново)греческого переводится слово εφτάρι? — семёрка — κυριαρχικός — προσμαρτυρώ — μισοχορτασμένος — γράμματα — αποκτιέμαι — τσολιάς — κοπτήριο — ανακοινωθέν — περόνιασμα — πετσόκομμα — ξεχειμαδειό — πλοήγηση — σέλας — γλώσσημα — λαγών — περιαδράχνω — μοντέρνος — αγελάς — μετάγω — ανεδύθην — βουρλισμένος |
|||