Новогреческий словарь
θαλασσαετός
θαλασσαετός
ο 1)
морской волк
;
2)
орлан
(птица)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
морской волк
? —
θαλασσαετός
как на
(ново)греческом
будет слово
орлан
? —
θαλασσαετός
как с
(ново)греческого
переводится слово
θαλασσαετός
? — морской волк, орлан
#
(ново)греческий словарь
—
ρεζεντά
—
σκυλίσιος
—
θαμπουλίζω
—
μπρος
—
καραφλός
—
αντιδογματισμός
—
βουλνμιώδης
—
αυτενέργητος
—
ενέπηξο
—
χρυσούχος
—
σχεδιογραφώ
—
ευκατάποτος
—
αμολλάω
—
φραγγελώνω
—
μπανιερό
—
τεσσαρακονταετής
—
απόβροχα
—
μπατσιά
—
μαστοειδής
—
παραφορά
—
γκερντάνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω