Новогреческий словарь
θρίξ
θρίξ
(γεν. τριχός) η
волос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
волос
? —
θρίξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
θρίξ
? — волос
#
(ново)греческий словарь
—
μάϊσσα
—
αποκρυπτογράφηση
—
δεκαπενθήμερος
—
αψιδιά
—
εκμεταλλεύομαι
—
αερολόγος
—
ρυτιδώνω
—
νομοσχέδιο
—
ακοίμητος
—
σπιρτάδα
—
αποζημιωτέος
—
αδιεκδίκητος
—
παλιόβλαχος
—
ρόκα
—
βουλιθιά
—
δετικά
—
κυβίστημα
—
γούπατο
—
καπελλαδούρα
—
νανοκεφαλία
—
ευελιξία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве