|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγγενικά? — — σαλπιγγικός — ρουμπινύς — πλινθόκτιστος — ενεπήχθην — φάσιμο — αμεταμέλητος — επιλεκτικότητα — σκαιότητα — ασυμβούλευτος — ανθρωπότητα — δίσημος — φλόγιστρο — καμπάνισμα — αδιάθλαστος — αποχαρακώνω — χορταποθήκη — αποζητάω — γραφόριο — ψαράκι — αμπραγιάζ — βεργούλα |
|||