|
(αόρ. αντεπετέθην) прям., перен. контратаковать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контратаковать? — αντεπιτίθεμαι как с (ново)греческого переводится слово αντεπιτίθεμαι? — контратаковать — εσσέντζα — ετεροεθνής — ορνιθοτροφείο — ηθογράφος — μετάνιωμα — ανεμογραφικός — Λιμενικό — κοκκύτης — γογγολογώ — εφτακοσάρι — βρουλιά — τρελοκαμπέρω — αψινβέλαιον — δευτερόλεπτο — Βρεττανός — σφυρίκτρα — ταξιδάκι — συνδιασκέπτομαι — χίμετλον — Παράκλητος — σκεπτικο |
|||