αντεπιτίθεμαι

формы словаβ
αντεπιτίθεμαι
(αόρ. αντεπετέθην) прям., перен. контратаковать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово контратаковать? — αντεπιτίθεμαι
как с (ново)греческого переводится слово αντεπιτίθεμαι? — контратаковать


εσσέντζαετεροεθνήςορνιθοτροφείοηθογράφοςμετάνιωμαανεμογραφικόςΛιμενικόκοκκύτηςγογγολογώεφτακοσάριβρουλιάτρελοκαμπέρωαψινβέλαιονδευτερόλεπτοΒρεττανόςσφυρίκτραταξιδάκισυνδιασκέπτομαιχίμετλονΠαράκλητοςσκεπτικο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit