|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κούνελος? — — αλεσφερίσι — γουρλίδικος — βουτυριακή — σιμωνία — Ιταλός — κιβωτιοποιείον — μαυρομάτης — μαιευτική — δίπορτο — αποφράσσω — σφάλαγγος — Πορτογαλλίδα — καταπράϋνση — ανάνηψη — ζόρισμα — βιασμένος — καπέλλο — θηρεύτρια — μπαστούνι — τοιχοκολλάω — πρέζα |
|||