|
(-ήρ, -ήρος) ο арифмометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арифмометр? — αθροιστήρας как с (ново)греческого переводится слово αθροιστήρας? — арифмометр — πείσμα — νερολούλουδο — παραθαρρεύω — φωτοευαισθητοποίηση — προπαροξύτονος — κηρήθρα — ακροβατικό — ανακαμπτικός — κοντοχωριανός — δημοδιδάσκάλισσα — κουρταλάω — επιστολογραφώ — τζαμπούνα — συγκεφαλαίωση — άξεστα — μυριστικός — άπωθεν — μουνάκι — χηρεμός — οδοντοψήκτρα — κατεπανίκιον |
|||