Новогреческий словарь
εκμαγείον
εκμαγείον
το 1)
слепок, муляж
;
2)
отпечаток
;
θετικόν ~ — оттиск
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слепок
? —
εκμαγείον
как на
(ново)греческом
будет слово
муляж
? —
εκμαγείον
как на
(ново)греческом
будет слово
отпечаток
? —
εκμαγείον
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκμαγείον
? — слепок, муляж, отпечаток
#
(ново)греческий словарь
—
αποτύπωμα
—
νυχτομπάτης
—
ψαλιδοκέρι
—
αλευτέρωτος
—
εφικτός
—
εύχρους
—
αλληλοεπηρεαζόμενος
—
ολότυφλος
—
ανακατάκτηση
—
αξάπλωτος
—
καραγκιόζης
—
Δημήτρης
—
μπρίκι
—
αναγουλιάζω
—
τάνγκο
—
μορφώνω
—
ανερέθιστος
—
φρεσκοκατεψυγμένος
—
βουλγαρικός
—
ελαφροποινίτης
—
γλωσσοκοπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,