|
категоричный; определённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово категоричный? — κατηγορικός как на (ново)греческом будет слово определённый? — κατηγορικός как с (ново)греческого переводится слово κατηγορικός? — категоричный, определённый — υπερακοντίζω — άπιον — ζεσταίνω — τετράκωπος — τσακώνω — συναγωνιστικός — αλευραποθήκη — θράσος — τσελιγκόπουλο — τουρλώνω — ενοίκηση — αμύριστος — αμάντευτος — αποστειρωτικός — αλατοπιπεριέρα — βολεύω — αλοιφόπιττα — ενστικτώδης — αναβαπτίζομαι — έν — συστοιχία |
|||