|
ο мох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мох? — βρυός как с (ново)греческого переводится слово βρυός? — мох — αυτονυκτί — αδιαπέραστα — ψευδάργυρος — ντολμάς — αλαφρογλυστρώ — σανιδόφρακτος — συχλιαίνω — ανάμελκτος — υδατογράφος — οπόταν — μάντρεμα — ντεπόρ — ημίπαλτο — φραμένος — αποθαρρυντικός — ξόβεργα — σαϊτοπόλεμος — αγκαθός — θερμοσυσσωρευτής — αντερί — κατώι |
|||