|
η засов; βάζω τήν ~ — закрыть (дверь) на засов, задвинуть засов; βγάζω τήν ~ — открывать дверь; отодвигать засов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засов? — αμπάρα как с (ново)греческого переводится слово αμπάρα? — засов — ξερόμαντρα — ποδηλατάδικο — αργυρόπαγος — τροχοπεδητής — πίπισμα — ενέθηκα — αρέσκομαι — φόβητρο — σύσπαστον — ευρωπαίζω — ρυπογόνος — διαρράπτω — θέλοντας — ζήση — τηλεφωνικός — αγαλίφωτος — μελικός — υδαρότητα — ανομοιομέρεια — εξυποκούομαι — άγλυκαντος |
|||