|
(-εως) η короткое замыкание (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово короткое замыкание? — βραχυκύκλωσις как с (ново)греческого переводится слово βραχυκύκλωσις? — короткое замыкание — κελλιώτης — κολλοειδής — παρόργιση — παραπολύ — γερόντισσα — κωμικότητα — αμμωνία — δακτυλίτιδα — πολυσπερμία — συρμακέσης — ιδιόκλιτος — μυδραλιοβόλο — πιτσιλωτός — τοπομαχώ — πτηνοτροφία — τετράπαχος — φυματιολόγος — γκαλοπάρω — ένστρωση — ντελάλης — μικροβόλτ |
|||