Новогреческий словарь
κινδυνώδης
κινδυνώδης
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κινδυνώδης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξάωρο
—
χυμευτικός
—
ηλιόγερμα
—
δοκογέφυρα
—
μπατακτσής
—
ανθογραφία
—
ωτοσκλήρυνση
—
μαυροθαλασσίτικος
—
χοροστάσι
—
λιοτρίβης
—
πλεονασμός
—
ακροάζομαι
—
φρεσκάρισμα
—
μεσόστεγο
—
χρυσοειδής
—
χείλωμα
—
εξερευνητής
—
δαιμονισμένος
—
αλύγιστος
—
αψυχοπόνια
—
πλευρίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве