|
το барабулька, усач (рыба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово барабулька? — μπαρμπούνι как на (ново)греческом будет слово усач? — μπαρμπούνι как с (ново)греческого переводится слово μπαρμπούνι? — барабулька, усач — στόμιο — χαμόβατος — επανωκαμήλαυκον — μπόλικος — μπουμπούκι — μυστικοπαθής — κατακόπτω — ολοζωής — συνθηκολόγηση — πλάτυσμα — ορθολογιστής — κινάρα — σπογγίζω — τεκνογονία — διάστιξη — σχόλαση — απειργασμένος — τεκμηριώνομαι — εβδομηνταριά — φούντι — ξεγεννώ |
|||