|
παθ. αόρ. от εκρηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξερράγην? — — μεσάζω — κοσμόπολη — ανεβοκατέβασμα — λαμποκόπι — αλουμίνιο — αλμυρήθρα — δωδεκαωρία — τραγοπώγωνας — αντιβασιλεία — ρωμαλεότητα — ακοστάριστος — ρητορική — ταιριαστά — φραχτικός — διψασμένος — συνταγογράφηση — σηπία — εκταφή — απομωρώνω — ελεφαντούργημα — αλυχνα |
|||