|
(-ίδος) η столетняя старуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столетняя старуха? — εκατονταέτις как с (ново)греческого переводится слово εκατονταέτις? — столетняя старуха — δακτυλίωση — δράκων — μόσχος — βράστη — αδίψαστος — παραβαίνω — βαθμοθετώ — κεφαλομάντιλο — ταμαχιάρης — κειμηλιάρχης — στραγγαλίζω — εξαπόλυση — θωρακωτός — φελούκα — πορτιέρης — οπτός — βαρβαρίζω — επιπλάδικο — μειονεκτώ — ακερος — κύπτω |
|||