χρησμοδοτικός

формы словаβ
χρησμοδοτικός
пророческий, вещий



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пророческий? — χρησμοδοτικός
как на (ново)греческом будет слово вещий? — χρησμοδοτικός
как с (ново)греческого переводится слово χρησμοδοτικός? — пророческий, вещий


κωλυόμενοςλαζουρίτηςφλοίσβοςεπιστημολογίαξεσκάβωφιλικάτζογαδόροςσυγκεκινημένοςμαστορόπουλοεπιταυτούψωμίζομαιαιμορροώαλειμματοδοχείογοργότητατετράκλινοςαλλοφερμένοςφώρασηβομβαρδισμένοςυγρόςστροφείοερμάρι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit