|
пророческий, вещий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пророческий? — χρησμοδοτικός как на (ново)греческом будет слово вещий? — χρησμοδοτικός как с (ново)греческого переводится слово χρησμοδοτικός? — пророческий, вещий — κωλυόμενος — λαζουρίτης — φλοίσβος — επιστημολογία — ξεσκάβω — φιλικά — τζογαδόρος — συγκεκινημένος — μαστορόπουλο — επιταυτού — ψωμίζομαι — αιμορροώ — αλειμματοδοχείο — γοργότητα — τετράκλινος — αλλοφερμένος — φώραση — βομβαρδισμένος — υγρός — στροφείο — ερμάρι |
|||