|
шатающийся (при ходьбе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шатающийся? — τρικλός как с (ново)греческого переводится слово τρικλός? — шатающийся — βούλημα — ρουφιάνος — ποικιλόχρωσις — κακόθωρος — κλαδευτής — περίθαλψη — παλιόδρομος — ἀπογοήτευσις — επαρκής — φαγί — εγκαυστος — απευχή — Καυκάσιος — βιβλιεκδότρια — τρωϊκός — βουβάλα — αποστάλαξη — εξτρεμίστρια — σωρείτης — επάλειμμα — διαπυητικός |
|||