|
учиться, быть учеником; η ~ώσα νεολαία — учащаяся молодёжь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово учиться? — μαθητώ как на (ново)греческом будет слово быть учеником? — μαθητώ как с (ново)греческого переводится слово μαθητώ? — учиться, быть учеником — σακκάκι — αντροδίαιτος — ακτογραμμή — αιτιολογικός — ανόμοιος — αποσπόντα — γάδος — βουλγάρικα — ξαγκιστρώνω — αυτόνομος — μαγιόξυλο — αναμορφωτικός — αλισοκόφινο — υστεροπτωσία — απροσχημάτιστος — πρόστησις — αναρπαγή — ψοχρόαιμος — σημαινόμενο — οδηγία — μύωσις |
|||