|
бедствовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бедствовать? — χειμάζομαι как с (ново)греческого переводится слово χειμάζομαι? — бедствовать — μεταλλοχρωμία — κληροδοτώ — ανθοκλώναρο — αποξήρανση — ψιθυριστός — ξαγριεύω — ξεχειμώνιασμα — μοσχοπουλάω — συνευθύνομαι — ξεταπώνω — υπερφορτώνω — παυσίπονος — δόξα — αγνωστοποίητος — συντηρούμενος — διφασικός — κινητοποιούμαι — υπομίσθιος — ερυθρωπός — αθωράκωτος — ζωοσπόριον |
|||