|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πριονάκι? — — βατραχόσουπα — σιταρόψειρα — παραστέκομαι — ακτινικός — έγγραφος — ανθοπωλείο — κιτρινοπούλα — Βίβλος — μυταρόγκας — αποκλήρωση — θρακιώτικος — ορκωτός — ελλείπον — αρθριτισμός — εισδύω — χανιτζής — δουρβάνι — αλλοπαρμένος — διερείδω — τανάπαλιν — αποπεράτωση |
|||