|
полупустой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полупустой? — μισοάδειος как с (ново)греческого переводится слово μισοάδειος? — полупустой — κόμμοδος — γαλίφικο — μελαγχολικά — λιθογλύπτης — τσακπίνης — αριώνω — αισθησιοκράτης — απεργάζομαι — περιήγηση — αντραλεύομαι — υποψία — δοξάρι — πολυμέριμνος — χαζαμάρα — απαγορεύω — ψωριασμένος — ανθρακοφόρος — αρκούδα — παλαιογενής — μπαμπακένιος — κατουρλιό |
|||