|
ο альпака (ткань) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альпака? — αλμπαγάς как с (ново)греческого переводится слово αλμπαγάς? — альпака — ταύρειος — βελουδένιος — πηνίζω — απακεττάριστος — τεχνουργός — αγώνισμα — ρεκορντγούμαν — εύπεπτος — αποστερούμαι — ζωσμένος — συμπέθερος — ποτοποιία — αλατένιος — σήψη — κρεοφάγος — πετρελαιοφόρος — ίδιον — αμάχη — κεφαλομάντιλο — σκουφάτος — ανασκολοπισμός |
|||