γαριδοπίλαφο

формы словаβ
γαριδοπίλαφο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово γαριδοπίλαφο? —


δερμόνιστοματολογίαιεροφάντηςακριτοέπειαεντυπωσιακόςαιμοβόρικοςρωμαίϊκομαργαριτόπλεκτοςλαμπηδώναγχωτικόςιχθυοτρόφοςεπιφυτίαβακέτακαψίλαχρωστούμενοςεξήκοντασυντρίμμιαδρασκελάωανάπαρτοςσύγκαιροςκοινάτο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit