|
η славянка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово славянка? — Σλαύα как с (ново)греческого переводится слово Σλαύα? — славянка — Πυθία — πρατηριούχος — αντευεργέτημα — αλλόγλωσσος — αγαθόβουλος — τυφλογράφος — Κυρία — πυρασφαλιστικός — απολιόρκητος — λαναριστήριον — αποβίωση — αργαστηριάρης — διαλάμπω — λαχανόρυζο — χαραμοφάγα — αθόρυβα — εξαήμερο — σελιδοποιητικά — αμμοδούρα — περιεκτικός — εκρηγνύομαι |
|||