Новогреческий словарь
αισθησιορχικός
αισθησιορχικός
филос. 1.
сенсуалистский
;
2. (о)
сенсуалист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сенсуалистский
? —
αισθησιορχικός
как на
(ново)греческом
будет слово
сенсуалист
? —
αισθησιορχικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αισθησιορχικός
? — сенсуалистский, сенсуалист
#
(ново)греческий словарь
—
στουπωτήρι
—
παραλείπω
—
αφέντρα
—
πενηνταριά
—
υδρονομικός
—
ευκρινής
—
καταλογιστόν
—
μαρέγγα
—
πόζα
—
ελαφρόλογα
—
τετριμμένος
—
ουρανόλιθος
—
ποδίζω
—
συνταξιοδοτώ
—
αντιουδαϊσμός
—
δενδροφθορά
—
ψάθωμα
—
σανατόριο
—
κακάσχημος
—
μουκαλιτλίκι
—
θερμοσυσσωρευτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве