|
(-ίδος) η японка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово японка? — Ιαπωνίς как с (ново)греческого переводится слово Ιαπωνίς? — японка — μονοφωνία — αλματικός — ανακυλίω — μάταιον — χαμογελάω — τσιμπιέμαι — βροντοκόπημα — ρευστός — κουτσούνα — ακτοφρουρά — βουλεβαρδιέρος — ορυκτογραφία — αδιαπαιδαγώγητος — πηλοπλάστης — Ευαγγέλιο — πείρος — παρακμάζων — υπερχλωριούχος — ανέντιμος — φίλος — καπελλάδικο |
|||