Новогреческий словарь
εκδικιέμαι
εκδικιέμαι
мстить
;
~ τόν φόνο ν — мстить за убийство
;
~ τους εχθρούς μου — мстить своим врагам
;
θά τόν εκδικηθώ! — [phrase]я ему отомщу![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мстить
? —
εκδικιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκδικιέμαι
? — мстить
#
(ново)греческий словарь
—
πολυπρόσωπος
—
βισμουθισμός
—
ουροδόχος
—
ψυχοσωτήριος
—
βρόμικα
—
παράδοξος
—
εκκωφώ
—
τσιμπητός
—
πονόκαρδος
—
κοντακιανός
—
άβλεπτος
—
απερδούκλωτος
—
αρβυλοποιείο
—
προβολή
—
σκεμπές
—
μονομεταλλικός
—
αχυρύς
—
τρύγημα
—
χελωνήσιος
—
μπάφρα
—
ωμόπλινθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω