|
το бетон; ο μαλακτήρ ~έματος — бетономешалка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бетон? — σκυρόδεμα как с (ново)греческого переводится слово σκυρόδεμα? — бетон — αμφίβιος — μαγαρισιά — μουδιασμένος — εκπαίδευση — γεροπαραξενιά — φιλαρμονική — ηλεκτραγωγός — σπινθηροβόλος — κουλουριαστός — αρίθμημα — τσελιγγοτο — ψυχραίνω — ελληνοφοβίο — αμοιβή — εξαγόρευση — επιλήσμον — καταμερισμός — γκιλοτίνα — ανάρμενος — πολυχρωμία — πάρολκος |
|||